Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
View word page
συμμεμιγμένως
confusedly

ShortDef

confusedly

Debugging

Headword:
συμμεμιγμένως
Headword (normalized):
συμμεμιγμένως
Headword (normalized/stripped):
συμμεμιγμενως
IDX:
83107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83108
Key:

Data

{'content': 'confusedly'}