Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
View word page
συμμεμετρημένως
in due proportion

ShortDef

in due proportion

Debugging

Headword:
συμμεμετρημένως
Headword (normalized):
συμμεμετρημένως
Headword (normalized/stripped):
συμμεμετρημενως
IDX:
83106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83107
Key:

Data

{'content': 'in due proportion'}