Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
View word page
συμμέμαα
to be eager together with
ShortDef
to be eager together with
Debugging
Headword:
συμμέμαα
Headword (normalized):
συμμέμαα
Headword (normalized/stripped):
συμμεμαα
IDX:
83105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83106
Key:
Data
{'content': 'to be eager together with'}