Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεθίστημι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
View word page
συμμελής
in time

ShortDef

in time

Debugging

Headword:
συμμελής
Headword (normalized):
συμμελής
Headword (normalized/stripped):
συμμελης
IDX:
83104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83105
Key:

Data

{'content': 'in time'}