Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
View word page
συμμελετάω
to exercise

ShortDef

to exercise

Debugging

Headword:
συμμελετάω
Headword (normalized):
συμμελετάω
Headword (normalized/stripped):
συμμελεταω
IDX:
83103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83104
Key:

Data

{'content': 'to exercise'}