Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
View word page
συμμελαίνομαι
become quite black

ShortDef

become quite black

Debugging

Headword:
συμμελαίνομαι
Headword (normalized):
συμμελαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμελαινομαι
IDX:
83102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83103
Key:

Data

{'content': 'become quite black'}