Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
View word page
συμμεῖραξ
partner in youth

ShortDef

partner in youth

Debugging

Headword:
συμμεῖραξ
Headword (normalized):
συμμεῖραξ
Headword (normalized/stripped):
συμμειραξ
IDX:
83101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83102
Key:

Data

{'content': 'partner in youth'}