Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
View word page
σύμμεικτος
commingled, promiscuous

ShortDef

commingled, promiscuous

Debugging

Headword:
σύμμεικτος
Headword (normalized):
σύμμεικτος
Headword (normalized/stripped):
συμμεικτος
IDX:
83098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83099
Key:

Data

{'content': 'commingled, promiscuous'}