Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
View word page
συμμεικτέον
one must commingle

ShortDef

one must commingle

Debugging

Headword:
συμμεικτέον
Headword (normalized):
συμμεικτέον
Headword (normalized/stripped):
συμμεικτεον
IDX:
83097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83098
Key:

Data

{'content': 'one must commingle'}