Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
View word page
συμμείγνυμι
mix together, commingle

ShortDef

mix together, commingle

Debugging

Headword:
συμμείγνυμι
Headword (normalized):
συμμείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συμμειγνυμι
IDX:
83096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83097
Key:

Data

{'content': 'mix together, commingle'}