Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
View word page
συμμεθύω
get drunk together with

ShortDef

get drunk together with

Debugging

Headword:
συμμεθύω
Headword (normalized):
συμμεθύω
Headword (normalized/stripped):
συμμεθυω
IDX:
83095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83096
Key:

Data

{'content': 'get drunk together with'}