Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
View word page
συμμεθίστημι
to help in changing

ShortDef

to help in changing

Debugging

Headword:
συμμεθίστημι
Headword (normalized):
συμμεθίστημι
Headword (normalized/stripped):
συμμεθιστημι
IDX:
83094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83095
Key:

Data

{'content': 'to help in changing'}