Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμαστάζω
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
View word page
συμμεθέπω
to sway jointly

ShortDef

to sway jointly

Debugging

Headword:
συμμεθέπω
Headword (normalized):
συμμεθέπω
Headword (normalized/stripped):
συμμεθεπω
IDX:
83093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83094
Key:

Data

{'content': 'to sway jointly'}