Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμμαρτυς
συμμαστάζω
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
View word page
συμμέθεξις
participation in

ShortDef

participation in

Debugging

Headword:
συμμέθεξις
Headword (normalized):
συμμέθεξις
Headword (normalized/stripped):
συμμεθεξις
IDX:
83092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83093
Key:

Data

{'content': 'participation in'}