Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμαρτυρία
συμμάρτυρος
συμμάρτυς
σύμμαρτυς
συμμαστάζω
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμεικτέον
σύμμεικτος
συμμειόομαι
View word page
συμμάχομαι
to fight along with

ShortDef

to fight along with

Debugging

Headword:
συμμάχομαι
Headword (normalized):
συμμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμαχομαι
IDX:
83089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83090
Key:

Data

{'content': 'to fight along with'}