Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμαλάσσω
συμμανθάνω
συμμαραίνομαι
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
συμμαρτυρία
συμμάρτυρος
συμμάρτυς
σύμμαρτυς
συμμαστάζω
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
View word page
συμμαστιγόω
to whip

ShortDef

to whip

Debugging

Headword:
συμμαστιγόω
Headword (normalized):
συμμαστιγόω
Headword (normalized/stripped):
συμμαστιγοω
IDX:
83084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83085
Key:

Data

{'content': 'to whip'}