Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμαίνομαι
συμμαλάσσω
συμμανθάνω
συμμαραίνομαι
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
συμμαρτυρία
συμμάρτυρος
συμμάρτυς
σύμμαρτυς
συμμαστάζω
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
View word page
συμμαστάζω
chew as well

ShortDef

chew as well

Debugging

Headword:
συμμαστάζω
Headword (normalized):
συμμαστάζω
Headword (normalized/stripped):
συμμασταζω
IDX:
83083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83084
Key:

Data

{'content': 'chew as well'}