Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμμαγμα
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμαλάσσω
συμμανθάνω
συμμαραίνομαι
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
συμμαρτυρία
συμμάρτυρος
συμμάρτυς
σύμμαρτυς
συμμαστάζω
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
View word page
συμμάρτυς
a fellow-witness

ShortDef

a fellow-witness

Debugging

Headword:
συμμάρτυς
Headword (normalized):
συμμάρτυς
Headword (normalized/stripped):
συμμαρτυς
IDX:
83081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83082
Key:

Data

{'content': 'a fellow-witness'}