Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντεισακτέον
ἀντεισβάλλω
ἀντεισδύνω
ἀντείσειμι
ἀντεισενεκτέον
ἀντεισέρχομαι
ἀντεισκρίνομαι
ἀντεισοδιάζω
ἀντεισφέρω
ἀντεισφορά
ἀντεκβάλλομαι
ἀντέκδικος
ἀντεκθέω
ἀντεκθλίβω
ἀντεκκαίω
ἀντεκκλέπτω
ἀντεκκομίζω
ἀντεκκόπτω
ἀντεκκρίνω
ἀντεκπέμπω
ἀντεκπλέω
View word page
ἀντεκβάλλομαι
to be produced in an opposite direction
ShortDef
to be produced in an opposite direction
Debugging
Headword:
ἀντεκβάλλομαι
Headword (normalized):
ἀντεκβάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
αντεκβαλλομαι
IDX:
8307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8308
Key:
Data
{'content': 'to be produced in an opposite direction'}