Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβρέχω
σύμβροχος
συμβρύκω
συμβύω
σύμβωμος
Σύμη
σύμμαγμα
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμαλάσσω
συμμανθάνω
συμμαραίνομαι
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
συμμαρτυρία
συμμάρτυρος
συμμάρτυς
σύμμαρτυς
συμμαστάζω
συμμαστιγόω
συμμαχέω
View word page
συμμανθάνω
to learn along with

ShortDef

to learn along with

Debugging

Headword:
συμμανθάνω
Headword (normalized):
συμμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
συμμανθανω
IDX:
83075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83076
Key:

Data

{'content': 'to learn along with'}