Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμβούλησις
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβραβεύω
συμβρέμω
συμβρέχω
σύμβροχος
συμβρύκω
συμβύω
σύμβωμος
Σύμη
σύμμαγμα
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμαλάσσω
συμμανθάνω
συμμαραίνομαι
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
View word page
συμβύω
to cram
ShortDef
to cram
Debugging
Headword:
συμβύω
Headword (normalized):
συμβύω
Headword (normalized/stripped):
συμβυω
IDX:
83068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83069
Key:
Data
{'content': 'to cram'}