Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβουλή
συμβούλησις
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβραβεύω
συμβρέμω
συμβρέχω
σύμβροχος
συμβρύκω
συμβύω
σύμβωμος
Σύμη
σύμμαγμα
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμαλάσσω
συμμανθάνω
συμμαραίνομαι
συμμάρπτω
View word page
συμβρύκω
gnash

ShortDef

gnash

Debugging

Headword:
συμβρύκω
Headword (normalized):
συμβρύκω
Headword (normalized/stripped):
συμβρυκω
IDX:
83067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83068
Key:

Data

{'content': 'gnash'}