Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβούλησις
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβραβεύω
συμβρέμω
συμβρέχω
σύμβροχος
συμβρύκω
συμβύω
σύμβωμος
Σύμη
σύμμαγμα
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμαλάσσω
συμμανθάνω
συμμαραίνομαι
View word page
σύμβροχος
irrigated
ShortDef
irrigated
Debugging
Headword:
σύμβροχος
Headword (normalized):
σύμβροχος
Headword (normalized/stripped):
συμβροχος
IDX:
83066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83067
Key:
Data
{'content': 'irrigated'}