Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβούλησις
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβραβεύω
συμβρέμω
συμβρέχω
σύμβροχος
συμβρύκω
συμβύω
σύμβωμος
Σύμη
σύμμαγμα
συμμαθητής
συμμαίνομαι
View word page
συμβραβεύω
to be assessor with

ShortDef

to be assessor with

Debugging

Headword:
συμβραβεύω
Headword (normalized):
συμβραβεύω
Headword (normalized/stripped):
συμβραβευω
IDX:
83063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83064
Key:

Data

{'content': 'to be assessor with'}