Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβούλευσις
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβούλησις
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβραβεύω
συμβρέμω
συμβρέχω
σύμβροχος
συμβρύκω
συμβύω
σύμβωμος
Σύμη
σύμμαγμα
συμμαθητής
View word page
σύμβουλος
an adviser, counsellor

ShortDef

an adviser, counsellor

Debugging

Headword:
σύμβουλος
Headword (normalized):
σύμβουλος
Headword (normalized/stripped):
συμβουλος
IDX:
83062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83063
Key:

Data

{'content': 'an adviser, counsellor'}