Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεισάγω
ἀντεισαγωγή
ἀντεισακτέον
ἀντεισβάλλω
ἀντεισδύνω
ἀντείσειμι
ἀντεισενεκτέον
ἀντεισέρχομαι
ἀντεισκρίνομαι
ἀντεισοδιάζω
ἀντεισφέρω
ἀντεισφορά
ἀντεκβάλλομαι
ἀντέκδικος
ἀντεκθέω
ἀντεκθλίβω
ἀντεκκαίω
ἀντεκκλέπτω
ἀντεκκομίζω
ἀντεκκόπτω
ἀντεκκρίνω
View word page
ἀντεισφέρω
contribute in return

ShortDef

contribute in return

Debugging

Headword:
ἀντεισφέρω
Headword (normalized):
ἀντεισφέρω
Headword (normalized/stripped):
αντεισφερω
IDX:
8305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8306
Key:

Data

{'content': 'contribute in return'}