Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμβολον
σύμβολος
συμβολοφύλαξ
συμβόσκομαι
σύμβοτος
συμβούλευμα
συμβούλευσις
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβούλησις
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβραβεύω
συμβρέμω
συμβρέχω
σύμβροχος
View word page
συμβουλεύω
to advise, counsel

ShortDef

to advise, counsel

Debugging

Headword:
συμβουλεύω
Headword (normalized):
συμβουλεύω
Headword (normalized/stripped):
συμβουλευω
IDX:
83056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83057
Key:

Data

{'content': 'to advise, counsel'}