Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβολήτρα
συμβολικός
συμβόλικτρον
συμβόλιον
συμβολοκοπέω
συμβολόκοπος
σύμβολον
σύμβολος
συμβολοφύλαξ
συμβόσκομαι
σύμβοτος
συμβούλευμα
συμβούλευσις
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβούλησις
συμβουλία
συμβούλιον
View word page
σύμβοτος
pastured in common

ShortDef

pastured in common

Debugging

Headword:
σύμβοτος
Headword (normalized):
σύμβοτος
Headword (normalized/stripped):
συμβοτος
IDX:
83050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83051
Key:

Data

{'content': 'pastured in common'}