Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντείρομαι
ἀντεισάγω
ἀντεισαγωγή
ἀντεισακτέον
ἀντεισβάλλω
ἀντεισδύνω
ἀντείσειμι
ἀντεισενεκτέον
ἀντεισέρχομαι
ἀντεισκρίνομαι
ἀντεισοδιάζω
ἀντεισφέρω
ἀντεισφορά
ἀντεκβάλλομαι
ἀντέκδικος
ἀντεκθέω
ἀντεκθλίβω
ἀντεκκαίω
ἀντεκκλέπτω
ἀντεκκομίζω
ἀντεκκόπτω
View word page
ἀντεισοδιάζω
bring in, introduce in turn

ShortDef

bring in, introduce in turn

Debugging

Headword:
ἀντεισοδιάζω
Headword (normalized):
ἀντεισοδιάζω
Headword (normalized/stripped):
αντεισοδιαζω
IDX:
8304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8305
Key:

Data

{'content': 'bring in, introduce in turn'}