Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβολήτρα
συμβολικός
συμβόλικτρον
συμβόλιον
συμβολοκοπέω
συμβολόκοπος
σύμβολον
σύμβολος
συμβολοφύλαξ
συμβόσκομαι
σύμβοτος
συμβούλευμα
συμβούλευσις
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
View word page
σύμβολος
an augury, omen

ShortDef

an augury, omen

Debugging

Headword:
σύμβολος
Headword (normalized):
σύμβολος
Headword (normalized/stripped):
συμβολος
IDX:
83047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83048
Key:

Data

{'content': 'an augury, omen'}