Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβόλαιος
συμβολεύς
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβολήτρα
συμβολικός
συμβόλικτρον
συμβόλιον
συμβολοκοπέω
συμβολόκοπος
σύμβολον
σύμβολος
συμβολοφύλαξ
συμβόσκομαι
σύμβοτος
συμβούλευμα
συμβούλευσις
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
View word page
συμβολόκοπος
given to feasting

ShortDef

given to feasting

Debugging

Headword:
συμβολόκοπος
Headword (normalized):
συμβολόκοπος
Headword (normalized/stripped):
συμβολοκοπος
IDX:
83045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83046
Key:

Data

{'content': 'given to feasting'}