Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβολαιόομαι
συμβόλαιος
συμβολεύς
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβολήτρα
συμβολικός
συμβόλικτρον
συμβόλιον
συμβολοκοπέω
συμβολόκοπος
σύμβολον
σύμβολος
συμβολοφύλαξ
συμβόσκομαι
σύμβοτος
συμβούλευμα
συμβούλευσις
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
View word page
συμβολοκοπέω
to be given to feasting

ShortDef

to be given to feasting

Debugging

Headword:
συμβολοκοπέω
Headword (normalized):
συμβολοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
συμβολοκοπεω
IDX:
83044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83045
Key:

Data

{'content': 'to be given to feasting'}