Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβοηθέω
συμβοηθητικόν
συμβοηθός
συμβολαιογράφος
συμβόλαιον
συμβολαιόομαι
συμβόλαιος
συμβολεύς
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβολήτρα
συμβολικός
συμβόλικτρον
συμβόλιον
συμβολοκοπέω
συμβολόκοπος
σύμβολον
σύμβολος
συμβολοφύλαξ
συμβόσκομαι
View word page
συμβολή
a coming together, meeting, joining

ShortDef

a coming together, meeting, joining

Debugging

Headword:
συμβολή
Headword (normalized):
συμβολή
Headword (normalized/stripped):
συμβολη
IDX:
83039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83040
Key:

Data

{'content': 'a coming together, meeting, joining'}