Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβλητέον
συμβλητικός
συμβλητός
συμβλύω
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβοηθητικόν
συμβοηθός
συμβολαιογράφος
συμβόλαιον
συμβολαιόομαι
συμβόλαιος
συμβολεύς
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβολήτρα
συμβολικός
συμβόλικτρον
συμβόλιον
View word page
συμβόλαιον
a mark, contract, engagement, intercourse

ShortDef

a mark, contract, engagement, intercourse

Debugging

Headword:
συμβόλαιον
Headword (normalized):
συμβόλαιον
Headword (normalized/stripped):
συμβολαιον
IDX:
83033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83034
Key:

Data

{'content': 'a mark, contract, engagement, intercourse'}