Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβλέπω
σύμβλημα
συμβλής
σύμβλησις
συμβλητέον
συμβλητικός
συμβλητός
συμβλύω
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβοηθητικόν
συμβοηθός
συμβολαιογράφος
συμβόλαιον
συμβολαιόομαι
συμβόλαιος
συμβολεύς
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
View word page
συμβοηθέω
to render joint aid, join in assisting

ShortDef

to render joint aid, join in assisting

Debugging

Headword:
συμβοηθέω
Headword (normalized):
συμβοηθέω
Headword (normalized/stripped):
συμβοηθεω
IDX:
83029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83030
Key:

Data

{'content': 'to render joint aid, join in assisting'}