Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμβλαστάνω
συμβλέπω
σύμβλημα
συμβλής
σύμβλησις
συμβλητέον
συμβλητικός
συμβλητός
συμβλύω
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβοηθητικόν
συμβοηθός
συμβολαιογράφος
συμβόλαιον
συμβολαιόομαι
συμβόλαιος
συμβολεύς
συμβολεύω
συμβολέω
View word page
συμβοήθεια
joint aid
ShortDef
joint aid
Debugging
Headword:
συμβοήθεια
Headword (normalized):
συμβοήθεια
Headword (normalized/stripped):
συμβοηθεια
IDX:
83028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83029
Key:
Data
{'content': 'joint aid'}