Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμβιωτέος
συμβιωτής
συμβλάπτω
συμβλαστάνω
συμβλέπω
σύμβλημα
συμβλής
σύμβλησις
συμβλητέον
συμβλητικός
συμβλητός
συμβλύω
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβοηθητικόν
συμβοηθός
συμβολαιογράφος
συμβόλαιον
συμβολαιόομαι
συμβόλαιος
View word page
συμβλητός
comparable, capable of being compared
ShortDef
comparable, capable of being compared
Debugging
Headword:
συμβλητός
Headword (normalized):
συμβλητός
Headword (normalized/stripped):
συμβλητος
IDX:
83025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83026
Key:
Data
{'content': 'comparable, capable of being compared'}