Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτέος
συμβιωτής
συμβλάπτω
συμβλαστάνω
συμβλέπω
σύμβλημα
συμβλής
σύμβλησις
συμβλητέον
συμβλητικός
συμβλητός
συμβλύω
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
View word page
συμβλέπω
observe at the same time

ShortDef

observe at the same time

Debugging

Headword:
συμβλέπω
Headword (normalized):
συμβλέπω
Headword (normalized/stripped):
συμβλεπω
IDX:
83019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83020
Key:

Data

{'content': 'observe at the same time'}