Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτέος
συμβιωτής
συμβλάπτω
συμβλαστάνω
συμβλέπω
σύμβλημα
συμβλής
σύμβλησις
συμβλητέον
συμβλητικός
συμβλητός
συμβλύω
συμβοάω
συμβοήθεια
View word page
συμβλαστάνω
sprout together

ShortDef

sprout together

Debugging

Headword:
συμβλαστάνω
Headword (normalized):
συμβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
συμβλαστανω
IDX:
83018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83019
Key:

Data

{'content': 'sprout together'}