Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτέος
συμβιωτής
συμβλάπτω
συμβλαστάνω
συμβλέπω
σύμβλημα
συμβλής
σύμβλησις
συμβλητέον
συμβλητικός
συμβλητός
συμβλύω
συμβοάω
View word page
συμβλάπτω
hurt also

ShortDef

hurt also

Debugging

Headword:
συμβλάπτω
Headword (normalized):
συμβλάπτω
Headword (normalized/stripped):
συμβλαπτω
IDX:
83017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83018
Key:

Data

{'content': 'hurt also'}