Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτέος
συμβιωτής
συμβλάπτω
συμβλαστάνω
συμβλέπω
σύμβλημα
συμβλής
σύμβλησις
συμβλητέον
συμβλητικός
συμβλητός
συμβλύω
View word page
συμβιωτής
one who lives with, companion, partner

ShortDef

one who lives with, companion, partner

Debugging

Headword:
συμβιωτής
Headword (normalized):
συμβιωτής
Headword (normalized/stripped):
συμβιωτης
IDX:
83016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83017
Key:

Data

{'content': 'one who lives with, companion, partner'}