Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτέος
συμβιωτής
συμβλάπτω
συμβλαστάνω
συμβλέπω
σύμβλημα
συμβλής
σύμβλησις
συμβλητέον
View word page
συμβιωτάριον
elixir

ShortDef

elixir

Debugging

Headword:
συμβιωτάριον
Headword (normalized):
συμβιωτάριον
Headword (normalized/stripped):
συμβιωταριον
IDX:
83013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83014
Key:

Data

{'content': 'elixir'}