Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτέος
συμβιωτής
συμβλάπτω
συμβλαστάνω
συμβλέπω
σύμβλημα
συμβλής
σύμβλησις
View word page
συμβίωσις
living with, companionship
ShortDef
living with, companionship
Debugging
Headword:
συμβίωσις
Headword (normalized):
συμβίωσις
Headword (normalized/stripped):
συμβιωσις
IDX:
83012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83013
Key:
Data
{'content': 'living with, companionship'}