Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτέος
συμβιωτής
συμβλάπτω
συμβλαστάνω
συμβλέπω
σύμβλημα
συμβλής
View word page
συμβιόω
to live with
ShortDef
to live with
Debugging
Headword:
συμβιόω
Headword (normalized):
συμβιόω
Headword (normalized/stripped):
συμβιοω
IDX:
83011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83012
Key:
Data
{'content': 'to live with'}