Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτέος
συμβιωτής
συμβλάπτω
συμβλαστάνω
συμβλέπω
σύμβλημα
View word page
συμβιότη
wife

ShortDef

wife

Debugging

Headword:
συμβιότη
Headword (normalized):
συμβιότη
Headword (normalized/stripped):
συμβιοτη
IDX:
83010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83011
Key:

Data

{'content': 'wife'}