Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτέος
συμβιωτής
συμβλάπτω
συμβλαστάνω
View word page
συμβιβαστικός
leading to reconciliation
ShortDef
leading to reconciliation
Debugging
Headword:
συμβιβαστικός
Headword (normalized):
συμβιβαστικός
Headword (normalized/stripped):
συμβιβαστικος
IDX:
83008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83009
Key:
Data
{'content': 'leading to reconciliation'}