Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτέος
συμβιωτής
View word page
συμβιβασμός
conciliation

ShortDef

conciliation

Debugging

Headword:
συμβιβασμός
Headword (normalized):
συμβιβασμός
Headword (normalized/stripped):
συμβιβασμος
IDX:
83006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83007
Key:

Data

{'content': 'conciliation'}