Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτέος
View word page
συμβίβασις
a bringing together, reconciliation
ShortDef
a bringing together, reconciliation
Debugging
Headword:
συμβίβασις
Headword (normalized):
συμβίβασις
Headword (normalized/stripped):
συμβιβασις
IDX:
83005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83006
Key:
Data
{'content': 'a bringing together, reconciliation'}