Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
View word page
συμβιβάζω
to bring together

ShortDef

to bring together

Debugging

Headword:
συμβιβάζω
Headword (normalized):
συμβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
συμβιβαζω
IDX:
83004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83005
Key:

Data

{'content': 'to bring together'}