Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
View word page
συμβιάζομαι
to be forced together, to be reduced
ShortDef
to be forced together, to be reduced
Debugging
Headword:
συμβιάζομαι
Headword (normalized):
συμβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμβιαζομαι
IDX:
83003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83004
Key:
Data
{'content': 'to be forced together, to be reduced'}